- υδροκριτικός
- -ή, -όπου έχει σχέση με τον υδροκρίτη (βλ. λ.): Υδροκριτική γραμμή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδροκριτικός — ή, ό, Ν [υδροκρίτης]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υδροκρίτη 2. φρ. «υδροκριτική γραμμή» η γραμμή τού υδροκρίτη … Dictionary of Greek